- σταφιδόπανο
- το, Νχοντρό πανί για το σκέπασμα τού καρπού τής σταφίδας που είναι απλωμένη για ξήρανση, σε περίπτωση βροχής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφιδόπανο — το πανί για το σκέπασμα της σταφίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)